ἱδροσύνη

ἱδροσύνη
ἱδροσύνη, ,
A sweating, toil,

σώματος IGRom.4.607

(pl., Phrygia).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιδροσύνη — ἱδροσύνη, ἡ (Α) κόπος, μόχθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, ώτος + κατάλ. σύνη (πρβλ. γηθο σύνη, ζηλο σύνη)] …   Dictionary of Greek

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”